- δόχμια
- δόχμιοςacrossneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοχμίαν — δοχμίᾱν , δόχμιος across fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια … Dictionary of Greek
κάταντα — (Α) επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ ἦλθον» πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»] … Dictionary of Greek